ἐπανακύπτω

From LSJ
Revision as of 18:43, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανακύπτω Medium diacritics: ἐπανακύπτω Low diacritics: επανακύπτω Capitals: ΕΠΑΝΑΚΥΠΤΩ
Transliteration A: epanakýptō Transliteration B: epanakyptō Transliteration C: epanakypto Beta Code: e)panaku/ptw

English (LSJ)

A have an upward slope, X.Eq.12.13. II rise up to thwart, ταῖς ἐλπίσιν τινός J.BJ1.31.1. 2 ἐπανέκυψε λόγος a new argument rose up, Plu.2.725c.

German (Pape)

[Seite 900] sich in die Höhe richten, Xen. de re equ. 12, 13; entgegenstehen, τινί, Ios.; Plut. Symp. 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανακύπτω: μέλλ. -ψω, τείνω πρὸς τὰ ἄνω, ἢν γά... μικρὸν ἐπανακύπτουσαν τὴν λόγχην ἀφῇ Ξεν. Ἱππ. 12. 13. ΙΙ. ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 31, 1. 2) ἐπανέκυψε λόγος, νέον ἐπιχείρημα παρουσιάσθη, Πλούτ. 2. 725Β.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπανέκυψα;
se redresser en arrière, se relever ; fig. ἐπανέκυψε λόγος PLUT un nouvel argument vint à la rescousse.
Étymologie: ἐπί, ἀνακύπτω.

Greek Monolingual

ἐπανακύπτω (Α) κύπτω
1. έχω ή σχηματίζω κλίση προς τα πάνω, τείνω προς τα πάνω («ἤν γάρ... ἐπανακύπτουσαν τὴν λόγχην ἀφῆ», Ξεν.)
2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου
3. φρ. «ἀνέκυψε λόγος» — προβλήθηκε νέο επιχείρημα (Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπανακύπτω: μέλ. -ψω, τείνω προς τα πάνω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανακύπτω:
1) быть направленным вверх, подниматься: μικρὸν ἐπανακύπτουσα ἡ λόγχη Xen. немного приподнятое (острием) копье;
2) появляться, возникать: ἐπανέκυψε λόγος Plut. появился (новый) довод.

Middle Liddell

fut. ψω
to have an upward tendency, Xen.