καρατόμος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ον, Act., beheading, c. gen., Ἑλλάδος Lyc. 187.
German (Pape)
[Seite 1325] den Kopf abschneidend, köpfend; σφαγαί Eur. Rhes. 606; τινός Lycophr. 187; – καράτομος, geköpft, enthauptet; Γοργώ Eur. Alc. 1121 Tr. 564; χλιδαὶ καρ., vom Haupt geschnitten, Soph. El. 52.
Greek Monolingual
καρατόμος, ὁ (Α)
αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο αποκεφαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (Ι) «κεφάλι» + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λατόμος, υλοτόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (πρβλ. και καράτομος)].
Russian (Dvoretsky)
κᾰρᾱτόμος: отрубающий голову, обезглавливающий (σφαγαί Eur.).