λόχμιος

From LSJ
Revision as of 14:12, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόχμιος Medium diacritics: λόχμιος Low diacritics: λόχμιος Capitals: ΛΟΧΜΙΟΣ
Transliteration A: lóchmios Transliteration B: lochmios Transliteration C: lochmios Beta Code: lo/xmios

English (LSJ)

ον, A = λοχμαῖος, τράγος AP 6.32 (Agath.); τὰ λόχμια, = λόχμη, Ps.-Luc.Philopatr.10 (δόχμια codd.).

German (Pape)

[Seite 66] = λοχμαῖος, von den Bienen, Agath. 29 (VI, 32).

Greek (Liddell-Scott)

λόχμιος: -ον, = λοχμαῖος, τράγος Ἀνθ. Π. 6. 32· τὰ λόχμια = λόχμη, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 12, ἐξ εἰκασίας ἀντὶ δόχμια.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de taillis ; τὰ λόχμια les taillis.
Étymologie: λόχμη.

Greek Monolingual

λόχμιος, -ον (Α) λόχμη
1. λοχμαίος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόχμια
η λόχμη.

Greek Monotonic

λόχμιος: -ον, = λοχμαῖος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λόχμιος: живущий в чащах, лесной (τράγος Anth.).

Middle Liddell

λόχμιος, ον = λοχμαῖος, Anth.]