μονόφρουρος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A watching alone, γαίας μονόφρουρον ἕρκος A.Ag.257 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 206] allein bewachend, Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος, Aesch. Ag. 248.
Greek (Liddell-Scott)
μονόφρουρος: -ον, ὁ ἀγρυπνῶν μόνος, μόνος φύλαξ, φρουρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 257.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est seul gardien, seul défenseur.
Étymologie: μόνος, φρουρά.
Greek Monolingual
μονόφρουρος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί μόνος του, ο μόνος φύλακας («ὡς θέλει τόδ' ἄγχιστον Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + φρουρός.
Greek Monotonic
μονόφρουρος: -ον (φρουρά), αυτός που φυλάει σκοπιά μόνος του, μοναδικός φρουρός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μονόφρουρος: один только охраняющий, единственно оберегающий (Ἀπίας γαίας ἕρκος Aesch.).
Middle Liddell
μονό-φρουρος, ον [φρουρα]
watching alone, sole guardian, Aesch.