συνεξιχνεύω

From LSJ
Revision as of 10:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξιχνεύω Medium diacritics: συνεξιχνεύω Low diacritics: συνεξιχνεύω Capitals: ΣΥΝΕΞΙΧΝΕΥΩ
Transliteration A: synexichneúō Transliteration B: synexichneuō Transliteration C: syneksichneyo Beta Code: sunecixneu/w

English (LSJ)

A trace out along with, τινί τι Plu.Cic.18.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξιχνεύω: ἐξιχνεύω ὁμοῦ μετά τινος, πολλούς ἔχων ἔξωθεν ἐπισκοποῦντας τὰ πραττόμενα καὶ συνεξιχνεύοντας αὐτῷ Πλουτ. Κικ. 18.

French (Bailly abrégé)

suivre ensemble à la piste.
Étymologie: σύν, ἐξιχνεύω.

Greek Monolingual

Α
ανακαλύπτω ύστερα από κοινή έρευνα με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιχνεύω «εξιχνιάζω, ανακαλύπτω»].

Greek Monotonic

συνεξιχνεύω: μέλ. -σω, εξιχνιάζω κάτι από κοινού με κάποιον, τίτινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνεξιχνεύω: вместе искать по следу, сообща выслеживать (τί τινι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξιχνεύω samen (met...) nasporen, met acc. en dat. iets samen met iem.

Middle Liddell

fut. σω
to trace out along with, τί τινι Plut.