ἐμπιστεύω
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
A entrust, τινί τι D.S.1.67, Plu.Phoc.32; Ἔρως ταῖς βολαῖς τῶν ὀμμάτων ἐ. τὴν τόξευσιν Lib.Descr.30.8:—Pass., τινί PStrassb.5.10; but also, to be entrusted with, τι Luc.Demon.51, Gp.2.44.1; ὁ ἐγκέφαλος . . ἀσφάλειαν ἐμπεπιστευμένος Hp.Ep.23. II trust in, give credence to, τινί LXXDe.1.32, al., Nic.Dam.Fr.130.19 J.; ἔν τινι LXX 2 Ch.20.20; ἐπί τινι ib.3 Ma.2.7.
German (Pape)
[Seite 813] darauf vertrauen, τινί, LXX.; anvertrauen, τινί τι, Plut. Phoc. 32; D. Sic. 1, 67; pass., mir wird anvertraut, τὴν ἀρχὴν ἐμπιστευθεὶς ἐκ βασιλέως, dem vom Könige die Herrschaft anvertraut war, Luc. Demon. 51, vgl. Amor. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπιστεύω: ἐμπιστεύομαι, τινί τι Διόδ. 1. 67, Πλουτ. Φωκ. 32: - μέσ., ἐνεπιστεύσατο τὸ ναυτικὸν Ἀντιόχῳ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1469: - παθ., ἄλλῳ δέ τινι στρατοπέδων ἅμα καὶ ἔθνους τοῦ μεγίστου τὴν ἀρχὴν ἐμπιστευθέντι ἐκ βασιλέως, εἰς ὃν ὁ βασιλεὺς ἐνεπίστευσε τὴν ἀρχήν..., Λουκ. Δημών. Βίος 51, Γεωπ. 2. 44, 1. ΙΙ. ἔχω πεποίθησιν, ἔν τινι Ἑβδ. (Β. Παραλειπ. Κ΄, 20.
French (Bailly abrégé)
confier : τινί τι qch à qqn ; Pass. être chargé par la confiance de qqn de, acc..
Étymologie: ἐν, πιστεύω.
Spanish (DGE)
• Grafía: pap. ἐνπ-
I 1confiar, encomendar c. ac. y dat. gener. de pers. τούτοις ... τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν D.S.1.67, τῷ Φωκίωνι ... τὸ σῶμα Plu.Phoc.32, cf. I.BI 1.262, Ἔρως ... ταῖς βολαῖς τῶν ... ὀμμάτων ... τὴν τόξευσιν Lib.Descr.30.8, τοῖς οἰκέταις οἶνον Gp.7.8.1, en v. pas. ἐμπιστεύσατε ἐν κυρίῳ θεῷ ὑμῶν καὶ ἐμπιστευθήσεσθε confiad en el Señor vuestro Dios y seréis dignos de confianza LXX 2Pa.20.20 (v. tb. infra II), τὴν ἐμπιστευθεῖσαν αὐτῷ στρατηγίαν I.BI 3.137, cf. IG 5(1).1432.22 (Mesene I a.C.), (συνευνοεῖν) ἐν ἁπ[άσ] ι τοῖς ... ἐμπιστευθησομένοις αὐτῷ PStras.40.40 (VI d.C.), οἱ δὲ σφόδρα ἐμπιστευθέντες προδόται los que han recibido gran confianza (resultan) traidores Aesop.76
•c. ac. de rel. estar encargado de τὴν ἀρχήν Luc.Demon.51, fig. ὁ ἐγκέφαλος ἀσφάλειαν (τοῦ σώματος) ἐμπεπιστευμένος Hp.Ep.23, ἐκ παλαιοῦ χρόνου τὴν γεωργίαν ἐνπιστευθεὶς ἐτύγχανεν PStras.5.10 (III d.C.), cf. Gp.2.44.1, ὁ τὰ εἰρηνικὰ ἐμπεπιστευμένος PTurner 44.16 (IV d.C.).
2 c. inf. asegurar, dar seguridades de que en v. pas. ἐνπιστευθε[ὶ] ς ὑπὸ τούτου ἔχειν ... πλοῖον ἑλληνικόν habiendo sido asegurado por él que tenía una nave griega, POxy.2347.4 (IV d.C.).
II intr. fiarse, confiar οὐ ταῖς ἀρχαῖς ἐμπιστεύοντες, αἳ μεταπίπτειν εἰώθασιν Arist.Ep.2.1 (p.29), ταῖς παρὰ τῶν ἄλλων κατηγορίαις Nic.Dam.Vit.Caes.130.19
•c. dat. de la divinidad confiar, encomendarse οὐκ ἐνεπιστεύσατε κυρίῳ τῷ θεῷ LXX De.1.32, c. prep. ἐν κυρίῳ θεῷ LXX 2Pa.20.20, ἐπί σοι LXX 3Ma.2.7.
Greek Monotonic
ἐμπιστεύω: μέλ. -σω (ἐν), εμπιστεύομαι, τινί τι, σε Πλούτ. — Παθ., εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον, τι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπιστεύω: доверять, вверять (τινί τι Diod., Plut.): ἐμπιστευθεὶς τὴν ἀρχήν τινος ἔκ τινος Luc. облеченный кем-л. властью над чем-л.
Middle Liddell
fut. σω [ἐν]
to entrust, τινί τι Plut.:—Pass. to be entrusted with, τι Luc.