ἐνήλικος

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνήλῐκος Medium diacritics: ἐνήλικος Low diacritics: ενήλικος Capitals: ΕΝΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: enḗlikos Transliteration B: enēlikos Transliteration C: enilikos Beta Code: e)nh/likos

English (LSJ)

ον, = ἐνῆλιξ (of age, in the prime of manhood, adult), Sammelb. 4638.11 (ii BC), IG 7.2712.70 (Acraeph.), Plu. Cat. Ma. 24, etc.

German (Pape)

[Seite 840] = Folgdm, Plut. Cat. mai. 24 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνήλῐκος: ον = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 51, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adulte (propr. qui est en âge).
Étymologie: ἐν, ἡλικός.

Spanish (DGE)

-ον
que ha alcanzado la edad adulta, mayor de edad ἐνήλικοι δὲ γενόμεναι ... κληρονομήσασαι PDryton 33.11 (II a.C.), δοῦλοι IG 7.2712.70, cf. 71 (Acrefia I d.C.), ἐνηλίκοις οὖσι τοῖς υἱοῖς Plu.2.480d, cf. Cat.Ma.24, δισσὴν τέκνων σπορὴν ἀρρένων ἐνήλικον λελοιπεῖαν habiendo dejado doble cosecha de hijos varones en la flor de la vida, ISmyrna 1.11 (heleníst.).

Greek Monolingual

-η, -ο και ενήλιξ, ο, η (AM ἐνῆλιξ, ο, η και ἐνήλικος, -ον) ήλιξ
αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία της αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική ηλικία.

Greek Monotonic

ἐνήλῐκος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ανδρικής ηλικίας, αυτός που έχει ενηλικιωθεί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνήλῐκος: возмужалый, взрослый (παῖς Plut.).

Middle Liddell

ἐνήλῐκος, ον
of age, in the prime of manhood, Plut.