διαψαίρω

From LSJ
Revision as of 00:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψαίρω Medium diacritics: διαψαίρω Low diacritics: διαψαίρω Capitals: ΔΙΑΨΑΙΡΩ
Transliteration A: diapsaírō Transliteration B: diapsairō Transliteration C: diapsairo Beta Code: diayai/rw

English (LSJ)

A brush away, blow away, θυμιαμάτων αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Av.1717; διαψαίρουσα πέπλους (sc. αὔρα) Hermipp.6; cleanse, γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926; scratch through, of birds, Opp.H.2.115. II intr., flutter in the wind, Nic.Al.127.

German (Pape)

[Seite 614] durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιθες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.

Greek (Liddell-Scott)

διαψαίρω: ἐκτρίβω, παρασύρω διὰ τῆς πνοῆς, αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· διαψαίρουσα πέπλους (ἐνν. αὔρα) Ἕρμιππ. Ἀθ. Γον. 4· -σκαλίζω, ἐπὶ πτηνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 2. 115. ΙΙ. ἀμεταβ., πτερυγίζω ἐν τῷ ἀνέμῳ, Νίκ. Ἀλ. 127.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 disperser d’un souffle;
2 secouer, agiter en parl. du vent;
3 gratter de ci de là, fouiller en parl. d’oiseaux;
II. intr. se disperser.
Étymologie: διά, ψαίρω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 dispersar θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Au.1717, λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους (una brisa) agitando los ligeros peplos Hermipp.5.
2 escarbar, limpiar γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926, λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσιν ref. a los pájaros, Opp.H.2.115.
II intr. dispersarse γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσι Nic.Al.127.

Greek Monolingual

διαψαίρω (Α)
1. παρασύρω με την πνοή, διασκορπίζω
2. (για πουλιά) σκαλίζω
3. (αμτβ.) φτερουγίζω στον άνεμο
4. καθαρίζω («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», Ευρ.).

Greek Monotonic

διαψαίρω: κυρίως στον ενεστ., εκτρίβω ή παρασύρω μακριά με φύσημα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαψαίρω: развеивать (πλεκτάνην καπνοῦ Arph.).

Middle Liddell


mostly in pres., to brush or blow away, Ar.