εὐποίκιλος

From LSJ
Revision as of 02:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποίκῐλος Medium diacritics: εὐποίκιλος Low diacritics: ευποίκιλος Capitals: ΕΥΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: eupoíkilos Transliteration B: eupoikilos Transliteration C: efpoikilos Beta Code: eu)poi/kilos

English (LSJ)

ον, A variegated, ἄνθος AP6.154 (Leon. or Gaet.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, πολυποίκιλος, εὐποίκιλον ἄνθος ὀπώρης Ἀνθ. Π. 6. 154. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fortement tacheté.
Étymologie: εὖ, ποικίλος.

Greek Monolingual

εὐποίκιλος, -ον (ΑΜ)
πολυποίκιλος, αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές.

Greek Monotonic

εὐποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐποίκῐλος: очень пестрый (ἄνθος Anth.).

Middle Liddell

εὐ-ποίκῐλος, ον
much varied, variegated, Anth.