καταστερίζω

From LSJ
Revision as of 10:58, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστερίζω Medium diacritics: καταστερίζω Low diacritics: καταστερίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΡΙΖΩ
Transliteration A: katasterízō Transliteration B: katasterizō Transliteration C: katasterizo Beta Code: katasteri/zw

English (LSJ)

place among the stars, [στέφανον] Pherecyd. 148 J.; τὸν ἐν οὐρανῷ στέφανον κ. DS. 4.61, cf. Plu. 2.308a, Heph.Astr. 1.1; — Pass., DH. 1.61, Theo Sm. p. 130 H.
mark out a constellation, τὴν Πλειάδα δι' ἑπτὰ ἀστέρων καταστερίζομεν Ps.-Alex.Aphr. in Metaph. 832.34. pf. part. Pass., adorned with stars, κατηστερισμένα ζῴδια Hipparch. 1.1.9, Gem. 1.4; κ. σφαῖραι Id. 5.65; ποτήριον Asclep. Myrl. ap. Ath. 11.489e.

German (Pape)

[Seite 1381] unter die Sterne versetzen, Schol. Il. 18, 486. 22, 29; ἐν οὐρανῷ D. Sic. 4, 61; αἱ νῦν ἐν οὐρανῷ κατηστερίσθαι λεγόμεναι D. Hal. 1, 61. – Mit Sternen schmücken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταστερίζω: μέλλ. -ίσω, κατατάσσω μεταξὺ τῶν ἄστρων, ἐν οὐρανῷ κ. τινὰ Διόδ. 4, 61· ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρισε Πλούτ. 2. 308Α· καὶ Παθ., θυγατέρες ἑπτὰ αἱ νῦν κατηστερίσθαι λεγόμεναι Διον. Ἁλ. 1. 61. ΙΙ. κοσμῶ δι’ ἀστέρων, τὴν σφαῖραν Πρόκλ.― Παθ., κατηστερισμένον ποτήριον Ἀθήν. 489Ε.

French (Bailly abrégé)

placer parmi les astres.
Étymologie: κατά, ἀστερίζω.

Greek Monolingual

καταστερίζω) κατάστερος
τοποθετώ κάποιον ή κάτι μεταξύ τών αστέρων, κατατάσσω σε αστερισμό («ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρησε», Πλούτ.)
αρχ.
1. ορίζω, σημειώνω κάποιον αστερισμό
2. στολίζω με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.).

Russian (Dvoretsky)

καταστερίζω: помещать среди звезд (τινὰ ἐν οὐρανῷ Diod.; ἐν τιμῇ κατηστερισμένος Plut.).