καταφλυαρέω

From LSJ
Revision as of 11:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφλῠᾱρέω Medium diacritics: καταφλυαρέω Low diacritics: καταφλυαρέω Capitals: ΚΑΤΑΦΛΥΑΡΕΩ
Transliteration A: kataphlyaréō Transliteration B: kataphlyareō Transliteration C: kataflyareo Beta Code: katafluare/w

English (LSJ)

A keep on chattering, τι Ps.-Luc.Philopatr.20, 25: c. gen., ὀνόματα ἅπερ Ἑλλάνικος καὶ Ἡρόδοτος -εφλυάρησαν ἡμῶν Str. 12.3.21, cf. D.L.5.20, Corp.Herm.1.29.

Greek (Liddell-Scott)

καταφλυᾱρέω: φλυαρῶ περὶ τινος, τι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 20 καὶ 25· ἀλλά, κ. τινος, καταπληρῶ τινα φλυαριῶν, τὸν φορτώνω μὲ φλυαρίας, Στράβ. 550· τινὸς τι κ. Διογ. Λ. 5. 20.καταφοβέω, φοβῶ τινα πολὺ, τὸν ἐμβάλλω εἰς πολὺν φόβον, Θουκ. 7. 21, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 5.- Μέσ., καταφοβοῦμαι, μεγάλως φοβοῦμαι, ὁ μέσ., -φοβήσομαι καὶ ὁ ἀόρ. -εφοβήθην, τι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1109· ἀπολ., καταφοβηθεὶς Θουκ. 6. 33.κατάφοβος, ον, πλήρης φόβου, πεφοβημένος, κ. ἦν κατεφοβεῖτο· μετ’ αἰτ., κ. ἦσαν τοὺς ἐλέφαντας Πολύβ. 1. 39, 12· τὸ μέλλον 3. 107, 15· κ. ἦν μή… ὁ αὐτ. 10. 7, 7· κ. γίνομαι Ἑβδ.· ἀπολ., Πλουτ. Δίων 4· κ. καὶ δύσελπις Πελοπ. 31.

Russian (Dvoretsky)

καταφλυᾱρέω: болтать (τι Luc.): καταφλυαρῆσαί τινος Diog. L. надоесть кому-л. своей болтовней.