συμπαρορμάω
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
A urge on in addition, Thphr.Vent.15: metaph., hearten together, τοὺς φιλίους Phld.Mus. p.27K., cf. Nic.Dam.Fr. 130.18J., Plu.Cic.3; πρός τι Arist.MM1208a16: c. inf., Ath.12.519f.
German (Pape)
[Seite 985] mit od. zugleich antreiben; Plut. Cic. 3, öfter; πρός τι, Arist. magn. mor. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρορμάω: παρορμῶ, παρακινῶ ὁμοῦ ἢ μετά τινος, Πλουτ. Κικ. 3 πρός τι Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 10, 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
exciter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρορμάω.
Greek Monotonic
συμπαρορμάω: μέλ. -ήσω, παρακινώ, εφορμώ, χυμώ μαζί ή από κοινού, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρορμάω: одновременно возбуждать (τὴν φιλοτιμίαν τινός Plut.): σ. πρός τι Arst. побуждать к чему-л.