καθυποπτεύω

From LSJ
Revision as of 18:04, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυποπτεύω Medium diacritics: καθυποπτεύω Low diacritics: καθυποπτεύω Capitals: ΚΑΘΥΠΟΠΤΕΥΩ
Transliteration A: kathypopteúō Transliteration B: kathypopteuō Transliteration C: kathypopteyo Beta Code: kaqupopteu/w

English (LSJ)

A suspect, f.l. in Arist.Rh.Al.1426b28 (Pass.) (ὑπ- PHib. 1.26.302).

German (Pape)

[Seite 1290] verdächtig machen, argwöhnen, ἀδικημάτων κατηγορηθέντων ἢ καθυποπτευθέντων Arist. rhet. Alex. 5.

Greek (Liddell-Scott)

καθυποπτεύω: ὑποπτεύω, ἀμφότερα ἐν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1.

Greek Monolingual

καθυποπτεύω (Α)
(επιτατ. του υποπτεύω)
1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι
2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπ-οπτεύω (< ὕπ-οπτος)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠποπτεύω: питать подозрение, подозревать: ἀδικήματα κατηγορηθέντα ἢ καθυποπτευθέντα Arst. проступки, являющиеся предметом осуждения или (только) подозрения.