αὐτόφορτος

From LSJ
Revision as of 19:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόφορτος Medium diacritics: αὐτόφορτος Low diacritics: αυτόφορτος Capitals: ΑΥΤΟΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: autóphortos Transliteration B: autophortos Transliteration C: aftofortos Beta Code: au)to/fortos

English (LSJ)

ον, A travelling with one's own cargo, S.Fr.251; dub.sense in bearing one's own baggage, A.Ch.675, Cratin.248. II cargo and all, ὁλκάδες Plu.Aem.9, cf. 2.467d.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόφορτος: -ον, ὁ τὸ ἑαυτοῦ φορτίον φέρων, αὐτοδιάκονος, Αἰσχύλ. Χο. 675, Σοφ. Ἀποσπ. 250, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Χείρωνι» 20. ΙΙ. σύν αὐτῷ τῷ φορτίῳ ναῦς Πλουτ. Αἰμίλ. 9., 2. 467D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui porte lui-même (càd sans serviteurs) sa charge;
2 avec la cargaison même.
Étymologie: αὐτός, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
cargado con su propio bagaje de pers. στείχοντα δ' αὐτόφορτον οἰκείᾳ σαγῇ ἐς Ἄργος A.Ch.675, cf. S.Fr.251, Cratin.266
de naves con todo su cargamento ὁλκάδες Plu.Aem.9, cf. 2.467d.

Greek Monolingual

αὐτόφορτος, -ον (AM) φόρτος
(για πλοίο) μαζί με το φορτίο
αρχ.
αυτός που σηκώνει μόνος το φορτίο του.

Greek Monotonic

αὐτόφορτος: -ον, I. αυτός που μεταφέρει το δικό του φορτίο, σε Αισχύλ.
II. αυτός που είναι μαζί με το φορτίο, ναῦς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόφορτος:
1) несущий сам, нагруженный (στείχων αὐ. τινι Aesch.);
2) вместе со всем грузом (ὁλκάδες Plut.).

Middle Liddell


I. bearing one's own baggage, Aesch.
II. cargo and all, ναῦς Plut.