ἀμφιμάσχαλος

From LSJ
Revision as of 14:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιμάσχᾰλος Medium diacritics: ἀμφιμάσχαλος Low diacritics: αμφιμάσχαλος Capitals: ΑΜΦΙΜΑΣΧΑΛΟΣ
Transliteration A: amphimáschalos Transliteration B: amphimaschalos Transliteration C: amfimaschalos Beta Code: a)mfima/sxalos

English (LSJ)

ον, A with two arm-holes, ἀ. χιτών Ar.Eq.882, cf. Pl.Com.229, Luc.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 141] beide Achseln umgebend, mit zwei Aermeln, χιτών Luc. Lexiph. 10; ohne χιτών Ar. Equ. 879 (μικρόν, χειριδωτὸν ἱμάτιον, Schol.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμάσχᾰλος: -ον, ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας καλύπτων, δύο χειρῖδας ἔχων, ἀμφ. χιτὼν Ἀριστοφ. Ἱππ. 882· πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 26, Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. § 337. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux manches.
Étymologie: ἀμφί, μασχάλη.

Spanish (DGE)

(ἀμφιμάσχᾰλος) -ον
que tiene dos aberturas χιτών propio de los hombres libres, Ar.Eq.882, Et.Sym.57R.
subst. ὁ ἀ. Pl.Com.229, Luc.Lex.10.

Greek Monolingual

ἀμφιμάσχαλος, -ον (Α)
λέγεται για τον χιτώνα ο οποίος έχει δύο χειρίδες και ο οποίος αντιδιαστέλλεται προς την εξωμίδα ή τον ετερομάσχαλον χιτώνα, που ταίριαζαν στις λαϊκές τάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μασχάλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιμασχάλια].

Greek Monotonic

ἀμφιμάσχᾰλος: -ον, αυτό που καλύπτει και τους δύο βραχίονες, που έχει δυο μανίκια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιμάσχᾰλος: снабженный двумя рукавами (χιτών Arph., Luc.).

Middle Liddell


round both arms, two-sleeved, Ar.