καλαμώδης

From LSJ
Revision as of 13:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμώδης Medium diacritics: καλαμώδης Low diacritics: καλαμώδης Capitals: ΚΑΛΑΜΩΔΗΣ
Transliteration A: kalamṓdēs Transliteration B: kalamōdēs Transliteration C: kalamodis Beta Code: kalamw/dhs

English (LSJ)

ες, A rushy, full of reeds, τὰ κ. Arist.HA550b7, 568a21; κ. λίμνη AP7.365 (Zonas); κ. τόπος D.C.63.28; of a reedy character, Thphr.HP1.6.7, al.

German (Pape)

[Seite 1307] ες, mit Rohr bewachsen; τὰ λιμνῶν καλαμώδη Arist. H. A. 6, 14; λίμνη Zon. 7 (VII, 365). Vgl. καλαμαδίας.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
plein de roseaux.
Étymologie: κάλαμος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM καλαμώδης, -ες)
(για τόπους) κατάφυτος με καλάμια
νεοελλ.
1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής
2. φρ. «καλαμώδη φυτά» — τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος του καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ώδης (πρβλ. θυελλώδης, κυματώδης)].

Greek Monotonic

κᾰλᾰμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με καλάμι, γεμάτος καλάμια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμώδης: заросший тростником (λίμνη Anth.): τὰ τῶν λιμνῶν τὰ καλαμώδη Arst. тростниковые заросли на болотах.

Middle Liddell

κᾰλᾰμ-ώδης, ες εἶδος
like reed, full of reeds, Anth.