προσλέγω
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
English (LSJ)
A say in addition, Luc.Pseudol.31:—Med., 1 aor. προσελεξάμην, Dor. ποτ-, τὼς οὐδὲν ποτελέξαθ' addressed, accosted, Theoc. 1.92, cf. A.R.4.833: metaph., κακὰ προσελέξατο θυμῷ he took evil counsel with himself, meditated evil, Hes.Op.499. II v. προσλέχομαι.
German (Pape)
[Seite 772] (s. λέγω), 1) dazu, dabei legen, med. sich dazu, dabei, daneben legen, καὶ προσέλεκτο, Od. 12, 34, aor. syncop., legte sich zu ihm. – 2) dazu reden, hinzusetzen, ἐκεῖνο μόνον, Luc. pseudol. 31. – Hes. O. 501 auch im med., κακὰ προσελέξατο θυμῷ, Schlimmes sprach er zu seinem Gemüthe, d. i. er machte bei sich schlimme Anschläge; u. gleich dem act., Ap. Rh. 3, 426. 4, 833; τοὺς ποτελέξατο, Theocr. 1, 92.
French (Bailly abrégé)
dire en outre, acc..
Étymologie: πρός, λέγω³.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
ανακοινώνω, γνωστοποιώ κάτι ακόμη
αρχ.
1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι ακόμη σε όσα έχω ήδη πει
2. χαιρετίζω με προσφώνηση, προσφωνώ
3. μέσ. προσλέγομαι
απευθύνομαι σε κάποιον, του αποτείνω τον λόγο
4. φρ. «προσλέγομαι θυμῷ» — βάζω με τον νου μου.
Russian (Dvoretsky)
προσλέγω: дор. ποτιλέγω λέγω III]
1) сверх того говорить, добавлять (ἐκεῖνο μόνον Luc.);
2) med. обращаться с речью, заговаривать (ποτιλέγεσθαί τινα Theocr.);
3) med. задумывать, затевать (κακὰ προσλέγεσθαι θυμῷ Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λέγω act. er sprekend aan toevoegen. med. toespreken:; τὼς οὐδὲν ποτελέξαθ ’ ὁ βουκόλος de koeherder zei helemaal niets tegen hen Theocr. Id. 1.92; overdr. (gnom. aor. ). κακὰ προσελέξατο θυμῷ hij maakt zichzelf verwijten Hes. Op. 499.