ἐντρύφημα
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ατος, τό, A thing to take pleasure in, a delight, LXXEc.2.8(pl.), Ph.1.690.
German (Pape)
[Seite 859] τό, das, worin man schwelgt, woran man sich ergötzt, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρύφημα: τό, πᾶν ὅ,τι παρέχει τρυφήν, ἀπόλαυσις, ἐντρύφημα υἱῶν ἀνθρώπων Ἑβδ. (Ἐκκλ. Β΄, 8), Φίλων 690. 38.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
delicia, deleite c. gen. subjet. ἐποίησα ... ἐντρυφήματα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας LXX Ec.2.8, cf. T.Iud.21.5, como trad. de hebr. Ἐδέμ ‘Edén’, Ph.1.690, τὸ ἐμὸν ἀγαθὸν ἐ. de una pers., Gr.Naz.M.35.724C, c. dat. κτίσεως θέα, ... πᾶσιν ἡμῖν ἐντρυφήματος el espectáculo de la creación, delicia común para todos nosotros Gr.Naz.M.36.368D.
Greek Monolingual
το (AM ἐντρύφημα)
1. αυτό που προσφέρει τέρψη, ηδονή
αρχ.
1. ηδονή, απόλαυση, ευχαρίστηση («ἡ δημιουργηθεῑσα κτίσις, τὸ κοινὸν ἐντρύφημα», Γρηγ
Ναζ.)
2. (για πρόσ.) καμάρι, χαρά, περηφάνια («οὗτοι, το ἐμὸν ἀγαθὸν ἐντρύφημα», Γρηγ. Ναζ.).