νυγμή

From LSJ
Revision as of 12:13, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμή Medium diacritics: νυγμή Low diacritics: νυγμή Capitals: ΝΥΓΜΗ
Transliteration A: nygmḗ Transliteration B: nygmē Transliteration C: nygmi Beta Code: nugmh/

English (LSJ)

ἡ, = νυγμός (pricking sensation, irritation, prickings), Plu.Ant.86. 2 dot, in punctuation, Dosith.p.380 K.

Greek (Liddell-Scott)

νυγμή: ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Ἀντών. 86. 2) Καθ’ Ἡσύχ.: «νυγμή. κέντρον».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.

Greek Monolingual

νυγμή, ἡ (Α)
1. νυγμός
2. (στη στίξη) η στιγμή, η τελεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. ἐνύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μη].

Greek Monotonic

νυγμή: ἡ (νύσσω), κέντρισμα, τσίμπημα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νυγμή: ἡ укол Plut.

Middle Liddell

νυγμή, ἡ, νύσσω
a pricking, puncture, Plut.