νυγμή
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἡ, = νυγμός (pricking sensation, irritation, prickings), Plu.Ant.86. 2 dot, in punctuation, Dosith.p.380 K.
Greek (Liddell-Scott)
νυγμή: ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Ἀντών. 86. 2) Καθ’ Ἡσύχ.: «νυγμή. κέντρον».
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.
Greek Monolingual
νυγμή, ἡ (Α)
1. νυγμός
2. (στη στίξη) η στιγμή, η τελεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. ἐνύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μη].
Greek Monotonic
νυγμή: ἡ (νύσσω), κέντρισμα, τσίμπημα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
νυγμή: ἡ укол Plut.