παγγλωσσία
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ἡ, A wordiness, garrulity, Pi.O.2.87.
German (Pape)
[Seite 435] ἡ, Allzüngigkeit, Geschwätzigkeit, Pind. Ol. 2, 157.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
loquacité, bavardage.
Étymologie: πάγγλωσσος.
English (Slater)
παγγλωσσία
1 babbling μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον (O. 2.87)
Greek Monolingual
παγγλωσσία, ἡ (Α) πάγγλωσος
απεραντολογία, φλυαρία.
Russian (Dvoretsky)
παγγλωσσία: ἡ чрезвычайная словоохотливость Pind.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγγλωσσία -ας, ἡ [πᾶς, γλῶσσα] praatzucht.
Middle Liddell
παγγλωσσία, ἡ,
wordiness, garrulity, Pind. [from πάγγλωσσος