σχολαστήριον

From LSJ
Revision as of 12:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολαστήριον Medium diacritics: σχολαστήριον Low diacritics: σχολαστήριον Capitals: ΣΧΟΛΑΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: scholastḗrion Transliteration B: scholastērion Transliteration C: scholastirion Beta Code: sxolasth/rion

English (LSJ)

τό, A place for passing leisurein, Plu.Luc.42, Moschio ap.Ath.5.207e.

German (Pape)

[Seite 1058] τό, Aufenthalt in Mußestunden, Ort zum Ausruhen; Plut. Lucull. 42; vgl. Ath. V, 208 a.

Greek (Liddell-Scott)

σχολαστήριον: τό, (σχολάζω) τόπος ἐν ᾧ διέρχεταί τις τὸν καιρὸν του, ἐν ᾧ σχολάζει τις, Πλουτ. Λούκουλλ. 42, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
salle de repos ou d’étude.
Étymologie: σχολάζω.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τόπος όπου περνάει κανείς τον ελεύθερο χρόνο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. σπουδασ-τήριον)].

Greek Monotonic

σχολαστήριον: τό, ο τόπος οπου περνάει κάποιος την ώρα του, όπου κάποιος συχνάζει κατά τον ελεύθερο χρόνο του, δωμάτιο ανάπαυσης, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχολαστήριον -ου, τό [σχολάζω] studiezaal. Plut. Luc. 42.1.

Russian (Dvoretsky)

σχολαστήριον: τό помещение для отдыха Plut.

Middle Liddell

σχολαστήριον, ου, τό,
a place for passing leisure in, Plut.