πολυαχθής
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ές, A very grievous, Τρώων πεδίον Q.S.3.421; λιμός Id.10.38, cf. Sch.Nic.Al. 322.
German (Pape)
[Seite 660] ές, sehr lästig; λιμός, Qu. Sm. 10, 38; Schol. Nic. Al. 321.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαχθής: -ές, λίαν βαρύς, ὀλέθριος, λιμός Κόϊντ Σμ., 10. 38.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. πολύ επαχθής, καταθλιπτικός, ολέθριος («πολυαχθής λιμός», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αχθής (< ἄχθομαι «έχω βάρος, στενοχωριέμαι»), πρβλ. βαρυ-αχθής].