πάσπαλος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: πάσπᾰλος | Medium diacritics: πάσπαλος | Low diacritics: πάσπαλος | Capitals: ΠΑΣΠΑΛΟΣ |
Transliteration A: páspalos | Transliteration B: paspalos | Transliteration C: paspalos | Beta Code: pa/spalos |
ὁ, A = κέγχρος, Gal.19.128.
πάσπᾰλος: ὁ, = κέγχρος· πασπαλίτης, ὁ, = κεγχραλέτης, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 540.
ὁ, Α
ο κέγχρος, το κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πασπάλη κατά τα αρσ. σε -ος].