παράτρητος

From LSJ
Revision as of 17:20, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράτρητος Medium diacritics: παράτρητος Low diacritics: παράτρητος Capitals: ΠΑΡΑΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: parátrētos Transliteration B: paratrētos Transliteration C: paratritos Beta Code: para/trhtos

English (LSJ)

ον, A pierced at the side, αὐλὸς π., of a flute used for mournful airs, Poll.4.81; π. αὐλίσκος an injecting tube, Ruf. ap. Orib.8.24.62; π. πόροι Antyll.ib.50.3.3.

German (Pape)

[Seite 504] auf der Seite durchbohrt od. mit Löchern, αὐλός, nach Poll. 4, 81, eine Flöte zu Trauerliedern.

Greek (Liddell-Scott)

παράτρητος: -ον, τετρυπημένος κατὰ τὰ πλάγια, αὐλὸς π., ᾧ ἐχρῶντο ἐν τοῖς θρησκευτικοῖς μέλεσιν, «αὐλοὶ παράτρητοι θρήνοις ἥρμοττον, ὀξὺ καὶ νωθὲς πνέοντες» Πολυδ. Δ΄, 81· π. αὐλίσκος, σωληνίσκος χρήσιμος εἰς ἐνέσεις φαρμάκων, «τῶν αὐλίσκων οἱ μέν εἰσιν εὐθύτρητοι, οἱ δὲ παράτρητοι» Ροῦφ. σελ. 234 Matth.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. τρυπημένος στα πλάγια, διάτρητος κατά τα πλάγια («αὐλοὶ παράτρητοι», Πολυδ.)
2. φρ. α) «παράτρητος αὐλίσκος» — μικρός σωλήνας, σύριγγα για ενέσεις φαρμάκων
β) «παράτρητος πόρος» — πόρος, οπή ανοιγμένη στα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -τρητος (< τρητός < τετραίνω «τρυπώ»), πρβλ. διάτρητος.