παράλυπρος

From LSJ
Revision as of 17:23, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράλυπρος Medium diacritics: παράλυπρος Low diacritics: παράλυπρος Capitals: ΠΑΡΑΛΥΠΡΟΣ
Transliteration A: parálypros Transliteration B: paralypros Transliteration C: paralypros Beta Code: para/lupros

English (LSJ)

ον, A rather poor, χωρία Str.3.2.3; χώρα Id.17.3.23.

German (Pape)

[Seite 488] etwas traurig, vom Lande, unergiebig, Strab. III, 142 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παράλυπρος: -ον, ἐπὶ ἐδάφους, λυπρόν πως, κἄπως ἄγονον, Στράβ. 142.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à peu près fertile, peu fertile, plutôt pauvre.
Étymologie: παρά, λυπρός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για έδαφος) πολύ φτωχός, άγονος («χωρία... τραχέα καὶ παράλυπρα», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + λυπρός «λυπηρός» (< λύπη)].

Greek Monotonic

παράλυπρος: -ον, λέγεται για έδαφος, πολύ φτωχό, άγονο, σε Στράβ.

Middle Liddell

παρά-λυπρος, ον,
of soil, rather poor, Strab.