ποικιλείμων

From LSJ
Revision as of 12:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλείμων Medium diacritics: ποικιλείμων Low diacritics: ποικιλείμων Capitals: ΠΟΙΚΙΛΕΙΜΩΝ
Transliteration A: poikileímōn Transliteration B: poikileimōn Transliteration C: poikileimon Beta Code: poikilei/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (εἷμα) A arrayed in spangled garb, νὺξ π., in reference to the stars, A.Pr.24.

German (Pape)

[Seite 649] bunt gekleidet, in buntem Kleide, übh. buntfarbig, νύξ, Aesch. Prom. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλείμων: -ον, γεν. ονος, (εἶμα) ὁ ποικίλον ἰμάτιον φορῶν, ποικιλείμων νύξ, δηλ. κατὰ τὸ ἐν ἄστροις ποικίλον αὐτῆς, (πρβλ. αἰόλος ΙΙ), Αἰσχύλ. Πρ. 24.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
au manteau tacheté, càd parsemé d'étoiles (la nuit).
Étymologie: ποικίλος, εἷμα.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φορεί πολύχρωμα ενδύματα («ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος [τῶν ἄστρων]», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. πολυ-είμων].

Greek Monotonic

ποικῐλείμων: -ον, γεν. -ονος (εἷμα), αυτός που φορά στολισμένο ένδυμα, νὺξ ποικιλείμων, σε σχέση με τα αστέρια, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλείμων -ον, gen. -ονος [ποικίλος, εἷμα] met bont gewaad.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλείμων: 2, gen. ονος в пестрой, т. е. звездной одежде (νύξ Aesch.).

Middle Liddell

ποικῐλ-είμων, ονος, εἷμα
with spangled garb, νὺξ π., in reference to the stars, Aesch.