ποιναῖος

From LSJ
Revision as of 20:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιναῖος Medium diacritics: ποιναῖος Low diacritics: ποιναίος Capitals: ΠΟΙΝΑΙΟΣ
Transliteration A: poinaîos Transliteration B: poinaios Transliteration C: poinaios Beta Code: poinai=os

English (LSJ)

α, ον, (ποινή) A punishing, avenging, ἆορ Keil-Premerstein Erster Bericht p.9 (Troketta); σελίς AP5.253.6 (Paul. Sil.); βέλος Aristaenet.1.10; ὄργανα Lyd.Mag.3.16.

German (Pape)

[Seite 651] strafend, rächend; Sp., wie σελίς Paul. Sil. 24 (V, 254), βέλος Aristaen. 1, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ποιναῖος: -α, -ον, (ποινὴ) τιμωρός, τιμωρητικός, θεοὺς ἱκέτευε… μὴ ταῦτα χαράξαι ὅρκια ποιναίης νῶτον ὑπὲρ σελίδος Ἀνθ. Π. 5. 254 μηδὲ Ἄρτεμις ἐπὶ σοὶ ποιναῖον βέλος ἀφῇ καὶ ἀγέλῃ Ἀρισταίν. 1. 10.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui punit, vengeur.
Étymologie: ποινή.

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ ποινή
αυτός που τιμωρεί ή εκδικείται, ο εκδικητικός.

Greek Monotonic

ποιναῖος: -α, -ον (ποινή), τιμωρητικός, εκδικητικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποιναῖος, η, ον ποινή
punishing, avenging, Anth.