προσεκπίπτω

From LSJ
Revision as of 22:08, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκπίπτω Medium diacritics: προσεκπίπτω Low diacritics: προσεκπίπτω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: prosekpíptō Transliteration B: prosekpiptō Transliteration C: prosekpipto Beta Code: prosekpi/ptw

English (LSJ)

A fall out besides, of sinews (as well as flesh) mortifying, τῶν νεύρων -πεσουμένων Hp.Fract.27: metaph., πλάσμα εἰς πᾶν -πῖπτον τὸ ἀδύνατον Longin.15.8.

German (Pape)

[Seite 758] (s. πίπτω), noch dazu herausfallen, einen Ausfall thun; übertr., τῇ φιλοτιμίᾳ, aus Ehrsucht Maaß und Schranken überschreiten, Strab. 1, 2, 3; u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπίπτω: ἐκπίπτω προσέτι, ἐπὶ τενόντων (ὡς καὶ σαρκῶν) μαραινομένων καὶ νεκρουμένων, Ἱππ. Ἀγμ. 768.

Greek Monolingual

Α ἐκπίπτω
1. (για τα νεύρα και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.)
2. μτφ. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ («μυθῶδες τὸ πλάσμα καὶ εἰς πᾶν προσεκπῑπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εκπίπτω ook nog eruit vallen:. τῶν δὲ νεύρων προσεκπεσουμένων terwijl de pezen er ook nog dreigen uit te vallen Hp. Fract. 27.