προσφάσθαι
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A v. πρόσφημι.
Greek (Liddell-Scott)
προσφάσθαι: ἀπαρ. μέσ. ἐκ τοῦ πρόσφημι, Ὀδ. Ψ. 106.
French (Bailly abrégé)
v. πρόσφημι.
English (Autenrieth)
see πρόσφημι.
Greek Monotonic
προσφάσθαι: απαρ. Μέσ. ενεστ. ή αορ. βʹ του πρόσφημι.
Russian (Dvoretsky)
προσφάσθαι: эп. inf. aor. 2 med. к πρόσφημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φάσθαι inf. med. van πρόσφημι.