συμπεριπλέκω

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριπλέκω Medium diacritics: συμπεριπλέκω Low diacritics: συμπεριπλέκω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΠΛΕΚΩ
Transliteration A: symperiplékō Transliteration B: symperiplekō Transliteration C: symperipleko Beta Code: sumperiple/kw

English (LSJ)

in Pass., A embrace, ἐν ἀγάπαις Thd. Pr.7.18.

German (Pape)

[Seite 986] mit umflechten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπλέκω: πλέκω ὁλόγυρα μετά τινος, περικυκλῶ μετά τινος, Ἀκύλας ἐν Παροιμ. Η΄, 8. ― Παθ., συνουσιάζομαι μετά τινος, ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης Ἐπιφάν. τ. σ. 56Ε.

French (Bailly abrégé)

enlacer tout autour.
Étymologie: σύν, περιπλέκω.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριπλέκω: обвивать, охватывать, (Plut. - v.l. к συμπλέκω).