φευξασπίδιον
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
τό, A = πόλιον, Ps.-Dsc.3.110.
Greek (Liddell-Scott)
φευξασπίδιον: τό, φυτόν τι, = πόλιον, Διοσκ. 3. 124.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού, το φυτό πόλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φεύγω + ἀσπίδιον, ονομ. φυτού. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι αποτελεί αντίδοτο για το δηλητήριο τών ερπετών].