δίγληνος

From LSJ
Revision as of 18:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγληνος Medium diacritics: δίγληνος Low diacritics: δίγληνος Capitals: ΔΙΓΛΗΝΟΣ
Transliteration A: díglēnos Transliteration B: diglēnos Transliteration C: diglinos Beta Code: di/glhnos

English (LSJ)

ον, A with two eye-balls, Theoc.Ep.6.

Greek (Liddell-Scott)

δίγληνος: -ον, ὁ ἔχων δύο γλήνας, κόρας (τοῦ ὀφθαλμοῦ), Θέοκρ. Ἐπιγρ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à double prunelle.
Étymologie: δίς, γλήνη.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de dobles pupilas διγλήνους ὦπας las pupilas de tus dos ojos Theoc.Ep.6.2.

Greek Monolingual

δίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.

Greek Monotonic

δίγληνος: -ον (γλήνη), αυτός που έχει δύο κόρες ματιών, αυτός που έχει δύο οφθαλμούς, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

δίγληνος: с двойным зрачком: δίγληνοι ὦπες Theocr. оба глаза.

Middle Liddell

δί-γληνος, ον adj γλήνη
with two eye-balls, Theocr.