διεγγύημα
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
ατος, τό, A pledge, security, PTeb.5.12 (ii B. C.), BGU 112.12 (i A. D.), etc.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
garantía, fianza en préstamos y otras transacciones τὸ μὲν γὰρ δ. διὰ τῶν λόγων ἀνενήνοχας PLugd.Bat.20.49.29 (III a.C.), πλὴν τῶν μεμισθωμένων εἰς τὸ πατρικὸν [καὶ] ὧν δ. ὑπάρχει COrd.Ptol.53.12 (II a.C.), ληφθέντων τῶν καθηκόντων διεγγυημάτων ταύτης τε καὶ τῶν ἄλλων ὠνῶν UPZ 225.28 (II a.C.), cf. 114.1.16 (II a.C.), καθιστᾶν τὰ καθήκοντα διεγγυήματα PTeb.728.4 (II a.C.), προσδέχεσθαι ... οἰκίαν ἐν διεγγυήματι PTeb.776.35 (II a.C.), τὰ ὑπάρχοντά μοι ὄντα καθαρὰ ἀπό τε ὀφειλῆς καί ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος BGU 112.12 (I d.C.), cf. BGU 2098.13, 2100.28 (ambos I d.C.), PBon.24b.17 (II d.C.).
Greek Monolingual
διεγγύημα, το (Α) διεγγυώ
1. αυτός που δόθηκε ως εγγύηση
2. ενέχυρο, υποθήκη·