διειδής
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ές, (διεῖδον) A transparent, clear, Thphr.CP6.19.2, Ael.NA 4.30, Philostr.Ep.33; ποταμοί Max. Tyr.36.1: Sup., Luc.Bacch.6.
German (Pape)
[Seite 617] ές, durchsichtig, hell, ὕδωρ, Theophr. u. Luc. Bacch. 6.
Greek (Liddell-Scott)
διειδής: -ές, (διεῖδον) διαφανής, διαυγής, καθαρός, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
transparent, limpide.
Étymologie: *διείδω.
Spanish (DGE)
-ές
1 transparente, claro del agua, Pythag.Ep.2.3, Thphr.CP 6.19.2 (cód.), Luc.Bacch.6, Aesop.26, cf. Q.S.10.144, ποταμοί Max.Tyr.36.1, ἤλεκτρον Q.S.5.625, ἔλαιον Ael.NA 4.30, cf. Hsch.
•subst. τὸ δ. transparencia, limpidez (ὑελοῦ ἐκπωμάτων) Philostr.Ep.33
•fino sup. χάρται Lyd.Mag.3.14, λίνοι Lyd.Mag.3.64
•translúcido de la materia anímica Corp.Herm.Fr.23.14
•fig. puro, limpio del ojo, Chrys.M.58.791, τὸ διειδὲς νᾶμα τοῦ βίου Basil.M.31.561B.
2 fig. inteligible de las palabras, Clem.Al.Strom.6.15.116, ἡ διειδεστάτη φωνή la voz más clara dicho del apóstol Pablo, Gr.Nyss.M.46.1152A.
Greek Monolingual
διειδής, -ές (AM)
διαφανής, καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)- + -ειδής < είδος].
Russian (Dvoretsky)
διειδής: прозрачный (ὕδωρ Luc.).