θεόγλωσσος
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ον, A with the tongue of a god, γυναῖκες, of poetesses, AP9.26 (Antip. Thess.).
Greek (Liddell-Scott)
θεόγλωσσος: -ον, ἔχων θείαν γλῶσσαν, περὶ ποιητριῶν, Ἀνθ. Π. 9. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la parole divine.
Étymologie: θεός, γλῶσσα.
Greek Monolingual
θεόγλωσσος, -ον (Α)
(για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή γλώσσα, που τα ποιήματά του έχουν θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γλωσσος (γλώσσα), πρβλ. άγλωσσος, πολύγλωσσος].
Greek Monotonic
θεόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει τη γλώσσα των θεών, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θεόγλωσσος: одаренный божественным языком, т. е. поэтическим даром (γυναῖκες Anth.).