τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Full diacritics: θηρολέξης | Medium diacritics: θηρολέξης | Low diacritics: θηρολέξης | Capitals: ΘΗΡΟΛΕΞΗΣ |
Transliteration A: thēroléxēs | Transliteration B: thērolexēs | Transliteration C: thiroleksis | Beta Code: qhrole/chs |
ου, ὁ, A word-chaser, Hsch.
θηρολέξης και διάφ. γρφ. θηρολέκτης, ὁ (Α)
αυτός που συλλέγει λέξεις, λεξιθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρο- (< θήρα) + -λέξης (< λέξις), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.].