Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποφάγος

From LSJ
Revision as of 07:40, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποφάγος Medium diacritics: καρποφάγος Low diacritics: καρποφάγος Capitals: ΚΑΡΠΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: karpophágos Transliteration B: karpophagos Transliteration C: karpofagos Beta Code: karpofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, A living on fruit, opp. σαρκοφάγος, παμφάγος, ζῷα Arist.HA488a15, cf. Pol.1256a25, Max.Tyr.35.7.

German (Pape)

[Seite 1329] Früchte essend, von Früchten lebend, Arist. polit. 1, 8 H. A. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καρποφάγος: -ον, ἔχων ὡς τροφὴν τοὺς καρπούς, τρώγων καρπούς, ἀντίθετον πρὸς τὰς λέξεις ζῳοφάγος, σαρκοφάγος καὶ παμφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26, Πολιτικ. 1. 8, 5, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de fruits.
Étymologie: καρπός, φαγεῖν.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (Α καρποφάγος, -ον)
αυτός που τρέφεται κυρίως με καρπούς («τὰ μὲν σαρκοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα, τὰ δὲ παμφάγα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φάγος (< θ. -φαγ-, πρβλ. -φάγ-ην, παθ. αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. ανθρωποφάγος, χορτοφάγος.

Greek Monotonic

καρποφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που ζει τρώγοντας καρπούς, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

καρποφάγος: (φᾰ) питающийся плодами (ζῷα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρποφάγος -ον [καρπός, ἔφαγον] zich voedend met vruchten.

Middle Liddell

καρπο-φάγος, ον [φᾰγεῖν]
living on fruit, Arist.