καταμεθύσκω

From LSJ
Revision as of 11:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμεθύσκω Medium diacritics: καταμεθύσκω Low diacritics: καταμεθύσκω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΘΥΣΚΩ
Transliteration A: katamethýskō Transliteration B: katamethyskō Transliteration C: katamethysko Beta Code: katamequ/skw

English (LSJ)

aor. -εμέθῠσα, causal, A make drunk, Hdt.1.106, 2.121.έ, Pl.Grg.471b, etc.; εὐτυχία -ύσκουσα τοῖς ἀγαθοῖς τὰν διάνοιαν Archyt. ap. Stob.3.1.114:—Pass., to be made quite drunk, ὑπό τινος D.S.4.84: abs., get drunk, Plb.5.39.2.

German (Pape)

[Seite 1363] (s. μεθύσκω), berauschen, trunken machen; aor., τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον, Her. 1, 106, wie Plat. Gorg. 471 b; Archyt. Stob. fl. 1, 79 u. Sp. Das praes. erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμεθύσκω: ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., κάμνω τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, ἐμβάλλω εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ· ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.

French (Bailly abrégé)

impf. κατεμέθυσκον, ao. κατεμέθυσα;
enivrer.
Étymologie: κατά, μεθύσκω.

Greek Monolingual

καταμεθύσκω (Α)
κάνω κάποιον να μεθύσει τελείως.

Greek Monotonic

καταμεθύσκω: αόρ. αʹ -εμέθῠσα, μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταμεθύσκω: (aor. κατεμέθυσα) поить допьяна, опьянять (τινά Her., Plat.); pass. быть подпаиваемым (ὑπό τινος Diod.) или напиваться, быть пьяным Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μεθύσκω dronken voeren.

Middle Liddell

aor1 -εμέθῠσα
Causal, to make quite drunk, Hdt., Plat.