κερουχίς

From LSJ
Revision as of 11:40, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερουχίς Medium diacritics: κερουχίς Low diacritics: κερουχίς Capitals: ΚΕΡΟΥΧΙΣ
Transliteration A: kerouchís Transliteration B: kerouchis Transliteration C: kerouchis Beta Code: kerouxi/s

English (LSJ)

ίδος, pecul. fem. of sq., A αἶγες Theoc.5.145 (κερουλίδες, αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι, κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι vv.ll. ap. Sch.).

German (Pape)

[Seite 1425] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, gehörnt, αἶγες, Theocr. 5, 145, wo die Schol. die v.l. κερουλκίς od. κερουλίς, mit krausen, gewundenen Hörnern, erwähnen.

Greek (Liddell-Scott)

κερουχίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., αἶγες Θεόκρ. 5. 145, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει δύο ἑτέρας γραφάς, «ἢ κερουλίδες, αἱ οὖλαι κέρατα ἔχουσαι· ἢ κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι».

Greek Monolingual

κερουχίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κερούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερ-ούχος + κατάλ. -ίς, πρβλ. εν-υδρ-ίς, εχιν-ίς].

Greek Monotonic

κερουχίς: -ίδος, θηλ. του επόμ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κερουχίς: ίδος adj. f рогатая (αἶγες Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερουχίς -ίδος [κεροῦχος: gehoornd] adj. f., gehoornd.

Middle Liddell

κερουχίς, ίδος [fem. of κεροῦχος, Theocr.]