λιμνόστρεον
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
τό, A edible oyster, which was kept in ponds by the sea (λίμναι), Arist.HA528a23, 547b11, GA763a30.
German (Pape)
[Seite 48] τό, die Auster, welche in eigenen Teichen am Meeresstrande gehalten wurde, Arist. H. A. 4, 4; vgl. Strab. III, 145; im plur. auch die Austerbänke, Arist. gen. an. 3, 11.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνόστρεον: τό, τὸ ἐδώδιμον ὄστρεον, τὸ ὁποῖον ἐτηρεῖτο καὶ ἐπολλαπλασιάζετο ἐντὸς λιμνοθαλασσῶν παρὰ τὴν θάλασσαν (λίμναι, Λατ. aestuaria, lacustria), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6., 5. 15, 14, π. Ζ. Γεν. 3. 11, 31.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
huître comestible, poisson.
Étymologie: λίμνη, ὄστρεον.
Greek Monolingual
λιμνόστρεον, τὸ (Α)
εδώδιμο στρείδι που ζει μέσα σε λιμνοθάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + ὄστρεον «όστρακο»].
Russian (Dvoretsky)
λιμνόστρεον: τό парковая (съедобная) устрица Arst.