λόχμιος

From LSJ
Revision as of 11:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόχμιος Medium diacritics: λόχμιος Low diacritics: λόχμιος Capitals: ΛΟΧΜΙΟΣ
Transliteration A: lóchmios Transliteration B: lochmios Transliteration C: lochmios Beta Code: lo/xmios

English (LSJ)

ον, A = λοχμαῖος, τράγος AP 6.32 (Agath.); τὰ λόχμια, = λόχμη, Ps.-Luc.Philopatr.10 (δόχμια codd.).

German (Pape)

[Seite 66] = λοχμαῖος, von den Bienen, Agath. 29 (VI, 32).

Greek (Liddell-Scott)

λόχμιος: -ον, = λοχμαῖος, τράγος Ἀνθ. Π. 6. 32· τὰ λόχμια = λόχμη, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 12, ἐξ εἰκασίας ἀντὶ δόχμια.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de taillis ; τὰ λόχμια les taillis.
Étymologie: λόχμη.

Greek Monolingual

λόχμιος, -ον (Α) λόχμη
1. λοχμαίος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λόχμια
η λόχμη.

Greek Monotonic

λόχμιος: -ον, = λοχμαῖος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λόχμιος: живущий в чащах, лесной (τράγος Anth.).

Middle Liddell

λόχμιος, ον = λοχμαῖος, Anth.]