Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Full diacritics: μαυρός | Medium diacritics: μαυρός | Low diacritics: μαυρός | Capitals: ΜΑΥΡΟΣ |
Transliteration A: maurós | Transliteration B: mauros | Transliteration C: mavros | Beta Code: mauro/s |
όν, A = ἀμαυρός, Hdn.Gr.1.193 (μαῦρος codd.); μαῦρος Hsch.; cited (without transl.) as properisp. by Gal.18(2).518.
ός, όν :
c. ἀμαυρός.
μαυρός, -όν (Α)
αμαυρός, θαμπός, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαυρῶ (βλ. λ. μαυρώνω)].