μελάμπους

From LSJ
Revision as of 07:50, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμπους Medium diacritics: μελάμπους Low diacritics: μελάμπους Capitals: ΜΕΛΑΜΠΟΥΣ
Transliteration A: melámpous Transliteration B: melampous Transliteration C: melampous Beta Code: mela/mpous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A blackfooted, ancient epithet of the Egyptians, Apollod.2.1.4, Eust.37.23: in Hom. only as pr. n., Blackfoot.

German (Pape)

[Seite 118] πουν, gen. ποδος, schwarzfüßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, ἀρχαῖον ἐπίθ. τῶν Αἰγυπτίων, Ἀπολλόδ. 2. 1, 4· παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον ὄνομα.

Greek Monolingual

μελάμπους, -ουν (ΑM, Α και μελανόπους, -ουν)
αυτός που έχει μαύρα πόδια
2. συνεκδ. μαύρος, μελαψός
μσν.
(για τη νύχτα) σκοτεινός, ζοφερός, μαύρος
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μελάμποδες
προσωνυμία τών Αιγυπτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πούς, ποδός (πρβλ. Οιδίπους, τετράπους)].