νεμητής

From LSJ
Revision as of 16:03, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεμητής Medium diacritics: νεμητής Low diacritics: νεμητής Capitals: ΝΕΜΗΤΗΣ
Transliteration A: nemētḗs Transliteration B: nemētēs Transliteration C: nemitis Beta Code: nemhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A = νεμέτωρ, Poll.8.136.

German (Pape)

[Seite 239] ὁ, richtige Lesart für νεμέτης, Lob. parall. 447.

Greek (Liddell-Scott)

νεμητής: -οῦ, ὁ, = νεμέτωρ, Πολυδ. Η΄, 136, Συνέσ. 30C· οὐχὶ νεμέτης, Λοβεκ. Παραλ. 447.

Greek Monolingual

νεμητής, ὁ, θηλ. νεμήτρια (Α)
1. αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, νεμέτωρ
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη- του νέμω (πρβλ. νέμημα, νέμηση)].