νομιστεύομαι

From LSJ
Revision as of 16:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομιστεύομαι Medium diacritics: νομιστεύομαι Low diacritics: νομιστεύομαι Capitals: ΝΟΜΙΣΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: nomisteúomai Transliteration B: nomisteuomai Transliteration C: nomisteyomai Beta Code: nomisteu/omai

English (LSJ)

Pass., A to be current, παρά τισι Plb.18.34.7, cf. S.E.M.1.178.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστεύομαι: Παθ., ἐπὶ νομίσματος, κυκλοφορῶ νομίμως, εἶμαι ἐν χρήσει, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· πρβλ. νομειτεύεσθαι.

French (Bailly abrégé)

être consacré par l’usage légal, avoir cours (monnaie).
Étymologie: νομιστός.

Greek Monotonic

νομιστεύομαι: Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, κυκλοφορώ νόμιμα, είμαι σε χρήση, είμαι το ισχύον νόμισμα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

νομιστεύομαι: (о монетах) быть общепринятым, иметь хождение, иметь законную силу Polyb., Sext.

Middle Liddell

νομιστεύομαι,
Pass. to be current, Polyb.