ἐναπομένω
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
A remain in, καρποὶ ἐ. τῇ Χώρᾳ Lyd.Mag.3.61; τῷ αἰσθητῳ καὶ φαινομένῳ κάλλει Herm. in Phdr.p.100 A., cf. Aen.Gaz.Thphr.p.67 B.: abs., Hld.1.15.
German (Pape)
[Seite 828] (s. μένω), zurückbleiben in, Hel. 1, 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπομένω: ἀπομένω ἐν, ἢ ἁπλῶς ἀπομένω, Κλήμ. Ἀλ. 332˙ ἀπολ., Ἡλιόδ. 1. 15.
Spanish (DGE)
1 permanecer, quedarse en c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.Ep.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.Mag.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε ἄρα τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.Thphr.60.4
•permanecer, habitar en ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.Luc.1.55.31.
2 persistir, quedar, mantenerse τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.NA 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.Th.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.Io.56.7.
3 quedar dentro μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2.
Greek Monolingual
(AM ἐναπομένω)
μένω κάπου ως υπόλοιπο, απομένω, εναπολείπομαι, υπολείπομαι, παραμένω σ' έναν τόπο ή μια κατάσταση
μσν.
1. υστερώ
2. επιμένω (σε συνήθειες, ελαττώματα κ.λπ.)
αρχ.
μένω σταθερά, διατηρούμαι, διαρκώ.