ἐπεισκυκλέω

Revision as of 09:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A roll or bring in one upon another, 'pile up', τὰ μηδὲν προσήκοντα Luc.Hist.Conscr.13; ἀσάφειαν ἡμῖν τοσαύτην S.E.P.2.210; πλῆθος σημαινομένων Gal.8.575; ἄλλ' ἐπ' ἄλλοις Longin.22.4:—Pass., ἕτερα ἑτέροις -ούμενα Id.11.1; ὁ Ἄττις καὶ ὁ Κορύβας πόθεν ἡμῖν -ήθησαν; Luc.Deor.Conc.9, cf.Philops.29.

German (Pape)

[Seite 912] dazu hineinrollen, hineinbringen, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 210; τὰ μηδὲν προσήκοντα Luc. quom. hist. conscr. 13; εἰσφέρειν von den Alten erkl.; πόθεν ἡμῖν εἰσεκυκλήθησαν, wie kamen sie zu uns herein, Deor. concil. 9, vgl. philops. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισκυκλέω: ἐπικυλίω ἐντός, ἐπεισάγω, τὰ μηδὲν προσήκοντα ἐπεισκυκλοῦσιν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 13· ἄλλ’ ἐπ’ ἄλλοις Λογγῖν. 22.4: - Παθ., εἰσκομίζομαι, εἰσάγομαι, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 9, Φιλοψευδ. 29, ἴδε ἐπεισκληθῆναι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. Pass. ἐπεισεκυκλήθην;
faire rouler ou faire glisser l’un après l’autre dans.
Étymologie: ἐπί, εἰσκυκλέω.

Greek Monotonic

ἐπεισκυκλέω: μέλ. -ήσω, κυλώ, τσουλάω εντός ή φέρνω το ένα πάνω στο άλλο, σε Λουκ. — Παθ., εισάγομαι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισκῠκλέω: (вслед за чем-л.) катить, вкатывать (τι и τινα Luc.): ἀσάφειαν ἐ. τινι Sext. напускать на кого-л. туман, морочить кого-л.; πόθεν ἡμῖν ἐπεισεκυκλήθησαν οὗτοι; ирон. Luc. откуда они свалились к нам?

Middle Liddell

fut. ήσω
to roll or bring in one upon another, Luc.:—Pass. to come in one upon another, Luc.