ἐπιθυμητός

From LSJ
Revision as of 11:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθῡμητός Medium diacritics: ἐπιθυμητός Low diacritics: επιθυμητός Capitals: ΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ
Transliteration A: epithymētós Transliteration B: epithymētos Transliteration C: epithymitos Beta Code: e)piqumhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A desired, to be desired, -τὸν τὸ φαινόμενον καλόν Arist.Metaph.1072a27, cf.Rh.1371a33, etc.; of the cravings of pregnant women, Sor.1.53. Adv. -τῶς EM148.7.

German (Pape)

[Seite 943] begehrt, Arist. eth. 3, 10 u. Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιθυμητός, -ή, -όν) επιθυμώ
ποθητός, αγαπητός
μσν.
πρόθυμος.
επίρρ...
ἐπιθυμητῶς (AM)
με τρόπο επιθυμητό.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθῡμητός: желаемый, желательный, желанный (τινι Arst.): τὰ ἐπιθυμητά Arst. предметы желаний, желанное.