ἔξηβος

From LSJ
Revision as of 16:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξηβος Medium diacritics: ἔξηβος Low diacritics: έξηβος Capitals: ΕΞΗΒΟΣ
Transliteration A: éxēbos Transliteration B: exēbos Transliteration C: eksivos Beta Code: e)/chbos

English (LSJ)

ον, (ἥβη) A past one's youth (acc. to Hsch., thirty-five years old), A.Th.11.

German (Pape)

[Seite 880] aus den Jünglingsjahren herausgewachsen, Aesch. Spt. 11; nach B. A. 37 gewöhnlicher ἔξωρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξηβος: -ον, (ἥβη) «ἔξω τῆς ἥβης· τριάκοντα πέντε ἐτῶν» Ἡσύχ.· καὶ τὸν ἐλλείποντ’ ἔτι ἥβης ἀκμαίας, καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui a dépassé l’âge des éphèbes.
Étymologie: ἐξ, ἥβη.

Greek Monolingual

ἔξηβος, -ον (Α)
αυτός που πέρασε την ηλικία του εφήβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηβός, πρβλ. έφ-ηβος].

Greek Monotonic

ἔξηβος: -ον (ἥβη), αυτός που έχει περάσει την εφηβική ηλικία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔξηβος: ὁ вышедший из юношеского возраста, т. е. зрелый муж Aesch.

Middle Liddell

ἔξ-ηβος, ον [ἥβη]
past one's youth, Aesch.