ἁλιφθορία
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ἡ, A disaster at sea, shipwreck, AP9.41 (Theon).
German (Pape)
[Seite 99] ἡ, Meeruntergang, Schiffbrüch, ναυτῶν Theon. 1 (IX, 41).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιφθορία: ἡ, τὸ ἐν τῇ θαλάσσῃ δυστύχημα, ναυάγιον, Ἀνθ. Π. 9. 41.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
perte en mer, naufrage.
Étymologie: ἁλιφθόρος.
Greek Monolingual
ἁλιφθορία, η (Α) ἁλιφθόρος
καταστροφή που προκαλείται από τη θάλασσα, ναυάγιο.
Greek Monotonic
ἁλιφθορία: ἡ, καταστροφή στη θάλασσα, ναυάγιο πλοίου, σε Ανθ.